divest$22362$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

divest$22362$ - translation to ελληνικό

REDUCTION OF SOME KIND OF ASSET FOR FINANCIAL, ETHICAL, OR POLITICAL OBJECTIVES OR SALE OF AN EXISTING BUSINESS BY A FIRM
Divestiture; Divest; Divested; Divestitures; Divesting; Disinvest; Divests; Divestments; Factory farming divestment

divest      
v. απεκδύω, αφαιρώ, εκδύω

Ορισμός

divestment
n. the act of stripping one's investment from an entity.

Βικιπαίδεια

Divestment

In finance and economics, divestment or divestiture is the reduction of some kind of asset for financial, ethical, or political objectives or sale of an existing business by a firm. A divestment is the opposite of an investment. Divestiture is an adaptive change and adjustment of a company's ownership and business portfolio made to confront with internal and external changes.